εκεί

εκεί
επί р р.
1) там;

εκεί πάνω (κάτω, μέσα) — там вверху (внизу, внутри);

εκεί κάπου — где-то там;

εκεί πέρα ( — вот) там; — туда;

εκεί όπου... — там, где...;

εδώ κι' εκεί — тут и там;

παρ' εκεί — или παρέκει — чуть дальше, подальше;

2) туда;

προς τα εκεί — туда, в том направлении;

κατ' εκεί — туда, в ту сторону;

απ' εκεί — а) оттуда;

б) там;

περάστε απ' εκεί — пройдите там;

απ' εδω κι' απ' εκεί — отсюда и оттуда;

ως εκεί — до того места;

απ1 εδώ φς εκεί — отсюда до того места;

§ εκεί πού — а) когда; — в то время как; — пока; — б) вместо того, чтобы;

εκεί πού ήμουν να φύγω — как раз, когда я собрался уйти;

εκεί πού μιλούσαμε — в то время, когда мы разговаривали, пока мы разговаривали;

εκεί πού γκρινιάζεις καλύτερα να το κάνεις μόνος σου — чем ворчать, лучше бы ты сам сделал;

ακοδς εκεί! — подумать , только!;

είδες εκεί! — ты только погляди!, надо же!;

γιά δες εκεί! — как тебе это нравится!;

что ты на это скажешь!;

τί λες εκεί! — как бы не так!;

εκεί θράσος! — какая бесцеремонность!;

ακοδς εκεί αναίδεια! — какая наглость!;

κύτταξ' εκεί αυθάδεια! — какая дерзость!;

είδες εκεί τρόπος! — какие безобразные манеры!;

κοίτα κει μούτρα πού σού τα έχει] посмотри, какая рожа!

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Полезное


Смотреть что такое "εκεί" в других словарях:

  • ἐκεῖ — there indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκεί — επίρρ. τοπ., για τόπο μακρινό ή που έγινε γι αυτόν λόγος πριν 1. σ εκείνο το μέρος· α. σε στάση: Εκεί είναι το μαγαζί. β. σε κίνηση προς κάποιο τόπο: Πάμε εκεί. 2. για ακριβέστερο προσδιορισμό των παραπάνω σημασιών εκφέρεται μαζί με λέξεις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκεί — και κει (AM ἐκεῑ) επίρρ. 1. σ εκείνη τη θέση, σ εκείνο το μέρος 2. προς εκείνη την κατεύθυνση 3. χρον. τότε 4. (με άρθρο) αυτός που βρίσκεται ή γίνεται σ έναν τόπο (α. «εἰσῆλθε λαμπρός, πᾱσι τοῑς ἐκεῑ σέβας», Σοφ. β. «τράβηξε προς τα κει») 5. με… …   Dictionary of Greek

  • ἔκει — κέω to lie down imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαστὴρ οὐκ ἔκει ὦτα. — γαστὴρ οὐκ ἔκει ὦτα. См. У брюха нет уха …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἔνθα πολλοῖ ἀλέκτορες, ἐκει ἡμέρα οὐ γίγνεται. — ἔνθα πολλοῖ ἀλέκτορες, ἐκει ἡμέρα οὐ γίγνεται. См. У семи нянек дитя без глаза …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅπου γὰρ ἡ λεοντῆ μὴ ἐιρικνεῖ ται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν. — ὅπου γὰρ ἡ λεοντῆ μὴ ἐιρικνεῖ ται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν. См. Где волчий рот, а где лисий хвост …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἔνθα πολλοὶ πτύουσι, πυλὸς ἐκεῖ γίνεται… — См. По капельке море, по зернышку ворох …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τοὐκεῖ — ἐκεῖ , ἐκεῖ there indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηνεί — ἐκεῖ there doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»